- αναστύλωση
- η [αναστυλώνω]υποστήριξη με στύλους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναστυλωτής — ο, θηλ. αναστυλώτρια [αναστυλώνω] αυτός που κάνει αναστύλωση … Dictionary of Greek
διόρθωση — η (AM διόρθωσις) [διορθώ] 1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση 2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού νεοελλ. 1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση 2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων 3. στρατ. τα… … Dictionary of Greek